- καταδιώκοντας
- καταδιώκωfollow hard uponpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
ελάμνω — ἐλάμνω (Μ) ακολουθώ, καταδιώκω («ἔρχετο ἐλάμνοντά τους» ερχόταν ξωπίσω τους καταδιώκοντάς τους, Χρον. Moρ.) … Dictionary of Greek
επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… … Dictionary of Greek
παραφθάνω — ΝΑ, παραφτάνω Ν νεοελλ. είμαι υπεραρκετός, επαρκώ σε μέγιστο βαθμό, φτάνω και περισσεύω («φτάνω και παραφτάνω») αρχ. 1. προλαμβάνω, προφθάνω, καταφθάνω, φθάνω κάποιον καταδιώκοντας τον 2. μέσ. παραφθάνομαι μτφ. υπερτερώ, υπερέχω από κάποιον, τόν… … Dictionary of Greek
αρματολοί και κλέφτες — Στρατιωτικά σώματα όπου ήταν οργανωμένοι οι Έλληνες κατά την τουρκοκρατία, τα οποία έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στον αγώνα για την ανεξαρτησία. Τα πρώτα σώματα που δημιουργήθηκαν αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση ήταν των αρματολών. Τα στελέχωσε… … Dictionary of Greek
Αχαάβ — (9ος αι. π.Χ.). Βασιλιάς του Ισραήλ, και γιος και διάδοχος του Αμβρί (870 851 π.Χ.). Πήρε για γυναίκα του την Ιεζάβελ, που ήταν κόρη του βασιλιά της Τύρου, και επέβαλε την ειδωλολατρική θρησκεία στους κατοίκους της χώρας του, καταδιώκοντας όσους… … Dictionary of Greek
Εξιπερί, Αντουάν ντε Σεντ — (Antoine de Saint Exupéry, Λιόν 1900 – 1944). Γάλλος αεροπόρος και συγγραφέας. Σταδιοδρόμησε ως αεροπόρος και, μάλιστα, υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους πιλότους νυχτερινών πτήσεων, αφού πραγματοποιούσε από το 1929 τακτικά νυχτερινά δρομολόγια… … Dictionary of Greek
Εύηνος — Ποταμός (80 χλμ.) της δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Έχει λεκάνη απορροής 1.070 τ. χλμ. και πηγάζει από τα Βαρδούσια όρη. Αποχετεύει τη λεκάνη μεταξύ Βαρδουσίων και Παναιτωλικού, εισρέει στην Αιτωλία με νοτιοδυτική κατεύθυνση, ρέει μεταξύ Τριχωνίδας… … Dictionary of Greek
Ζαδράκαρτα ή Ζαδάκαρτα — Αρχαία πόλη της Περσίας, πρωτεύουσα της Υρκανίας, στην οποία έφτασε ο Μέγας Αλέξανδρος καταδιώκοντας τους ξένους μισθοφόρους του Δαρείου που είχαν καταφύγει στα βουνά των Ταπουρέων. Στα Ζ. ενώθηκε με τον στρατό του Κρατερού που βρέθηκε εκεί για… … Dictionary of Greek